Η εξόφληση μιας επιταγής, με σκοπό την επίκληση της ως μετριαστικού παράγοντα στην επιβολή της ποινής, διαφαίνεται σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία να επηρεάζει το δικαίωμα ενός προσώπου, να εφεσιβάλει την καταδίκη του σε κατηγορία που αφορά στο άρθρο 305 Α του Ποινικού Κώδικα.
Η αναδρομή σε σχετική παλαιότερη νομολογία καταδεικνύει την προγενέστερη διαφορετική προσέγγιση επί του ζητήματος. Στην υπόθεση Τρικωμίτης ν. Ανδρέου (2003) 2 Α.Α.Δ. 487, ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι δεν μπορούσε να επιτραπεί η συνέχιση της έφεσης, λόγω της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντα με την πληρωμή στον εφεσίβλητο του ποσού των £40.000, μετά την καταδίκη του, στοιχείο στο οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν υπήρξε ρητή ή εξυπακουόμενη παραδοχή, αφού οι ενέργειες και η αγόρευση προς μετριασμό της ποινής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλούσαν πρόθεση παραδοχής.
Στην υπόθεση Φωτίου Χάρης και άλλοι ν. Exantas Marine Enterprises Ltd,
(2012) 2 Α.Α.Δ. 704, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσείοντες με την ενέργεια τους όπως αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους πριν από την επιβολή της ποινής, απώλεσαν το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την καταδίκη τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό, ανέφερε ότι η ενέργεια των εφεσειόντων όπως αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους αποσκοπούσε στην ελάφρυνση της θέσης τους, χωρίς να εγκαταλείψουν την θέση τους περί αθωότητας τους.
Πρόσφατη νομολογία επί αντίστοιχων γεγονότων καταδεικνύει μια διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Συγκεκριμένα στην υπόθεση ΘΕΟΧΑΡΗ κ.α. ν. ΑΛΟΥΜΙΝΙΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ, Ποινική Έφεση 356/2018, 20/1/2020, ο εφεσείοντας 1, ο οποίος βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης της υπόθεσης κατέβαλε υπό επιφύλαξη, το ποσό της επίδικης επιταγής για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι η δήλωση περί αποπληρωμής του ποσού, εκθεμελίωνε την δυνατότητα προώθησης της έφεσης κατά της καταδίκης, ως στοιχείο που κατατείνει σε παραδοχή διάπραξης του αδικήματος.
Εκ των ανωτέρω ανακύπτει μια ανομοιομορφία της νομολογίας στην αντιμετώπιση παρόμοιου πλαισίου γεγονότων. Χωρίς ρητή αναφορά σε ανατροπή της προϋπάρχουσας σχετικής νομολογίας, αναδιαμορφώνεται κατά αυτό τον τρόπο, ένα σοβαρό ζήτημα, ήτοι η δυνατότητα και η έκταση του δικαιώματος έφεσης σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επί της ουσίας δημιουργείται ασάφεια στο δικονομικό πλαίσιο προώθησης έφεσης κατά της καταδίκης, γεγονός το οποίο αντιτίθεται στη βασική λογική των δικονομικών διαδικασιών, δηλαδή της θεσμοθέτησης των διαδικασιών ενώπιον των Δικαστηρίων κατά σαφή και δίκαιο τρόπο προς όλα τα μέρη σε μια διαδικασία.
Όπως διαφαίνεται από την πιο πρόσφατη σχετική νομολογία, η εξόφληση επιταγής και η επίκληση τέτοιου λόγου, κατά την αγόρευση μετριασμού της ποινής έστω και υπό επιφύλαξη, εξομοιώνεται με παραδοχή της κατηγορίας, ακόμα και αν το εύρημα ενοχής ήταν αποτέλεσμα ακρόασης της ποινικής υπόθεσης. Η ενέργεια της εξόφλησης του ποσού της επιταγής αποτελεί ουσιαστικά λόγο, ο οποίος αποστερεί από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα να προσφύγει στο Εφετείο, εναντίον της πρωτόδικης απόφασης για καταδίκη του.
Στο άρθρο 135 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155 καθορίζεται η έκταση του δικαίωματος έφεσης, κατά της καταδίκης, μετά από ομολογία ενοχής, όπως αποδόθηκε από το αντίστοιχο αγγλικό κείμενο η φράση «plea of guilty». Στο άρθρο 68 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155 η ίδια φράση «plea of guilty» αφορά την απάντηση με παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την απαγγελία των κατηγοριών. Εφόσον το αγγλικό κείμενο θεωρείται ως το αυθεντικό σε περίπτωση αναντιστοιχίας του νοήματος (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου, (2000) 2 Α.Α.Δ. 151) και εφόσον η φράση «plea of guilty» ερμηνεύεται ως να σημαίνει την απάντηση παραδοχής στην απαγγελία των κατηγοριών, τότε οποιαδήποτε επιπρόσθετη απόδοση στην εν λόγω φράση αποτελεί ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία, εφόσον το νόημα είναι ξεκάθαρο. Η ερμηνεία της φράσης «plea of guilty», ως υφίσταται στο Νόμο, εναργέστατα αφορά σε απάντηση παραδοχής κατά την απαγγελία των κατηγοριών, χωρίς κάποια ερμηνεία να μπορεί να υποστηρίξει εφαρμογή της σε άλλη περίπτωση ή ενέργεια εκ μέρους του κατηγορούμενου, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παραδοχή κατηγορίας από πλευράς του κατηγορουμένου, ώστε να αποστερεί από αυτόν το δικαίωμα έφεσης κατά της καταδίκης.
Από την άλλη πλευρά, αν και μπορεί να θεωρηθεί η λέξη «ομολογία» ως μη ακριβής απόδοση της φράσης «plea of guilty», μπορεί να λεχθεί ότι με βάση την απόδοση του κειμένου στα ελληνικά, ήδη δόθηκε μια ευρεία ερμηνεία στη λέξη «ομολογία», όπως αναφέρεται στο άρθρο 135 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155, εφόσον περιλαμβάνει, σύμφωνα με σχετική νομολογία, την απάντηση παραδοχής ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την απαγγελία των κατηγοριών (Athlitiki Efimeris “O Filathlos” and Another v.The Police (1967)2 CLR 249, ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 183/2016, 20/12/2017). Προς επίρρωση των ανωτέρω, σε σχετική απόφαση, η έννοια της ομολογίας έχει καθοριστεί ως δήλωση η οποία δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο και φυσικά διαφέρει από την παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου.(Θεόδωρος Κώστα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 215/2012 ημερ. 6/4/2015).
Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι αποτελεί εφαρμοστέο ερμηνευτικό εργαλείο η αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη δικαιοδοσία και τη δικονομία, θα πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά (Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443), θα ήταν πιο ασφαλές να γίνει ξεκάθαρο, δια της νομοθετικής οδού κατά τρόπο εξαντλητικό και όχι ενδεικτικό, τί συνιστά τέτοια παραδοχή ή αλλιώς ομολογία σύμφωνα με το άρθρο 135 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφάλαιο 155, αποφεύγοντας να γίνεται νομολογιακή ερμήνεια και να εντάσσονται στο άρθρο άλλες περιπτώσεις, οι οποίες δυνατόν να θεωρηθούν ότι συνιστούν παραδοχή, αποστερώντας, εξαπίνης πλέον, από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα έφεσης κατά της καταδίκης, μετά από ακρόαση, όπως στη περίπτωση της υπόθεσης Θεοχάρη (πιο πάνω).
Η πρακτική της εμβόλιμης προσθήκης εννοιών, μέσω διασταλτικής ερμηνείας, σε ποινικής φύσεως διατάξεις αντιτίθεται στους κανόνες ερμηνείας ποινικών διατάξεων και κατ’ επεκταση πιθανόν να επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα ενός κατηγορούμενου. Ούτως ή άλλως εφόσον πρόκειται, ως διαφαίνεται, για περίπτωση διαμόρφωσης δικονομικού κωλύματος για προώθηση έφεσης εναντίον της καταδίκης, η ρητή νομοθετική καταγραφή του στο γράμμα του νόμου αποτελεί την ασφαλέστερη οδό για καθορισμό του δικονομικού πλαισίου.
Καταληκτικά και ως τροφή προς σκέψη, ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσον, επειδή ένας κατηγορούμενος εξόφλησε μια επιταγή, είναι δίκαιο να στερηθεί, ανάμεσα σε άλλα, του δικαιώματος να προβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως λόγο έφεσης, κατά της καταδίκης του, περίπτωση παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, κάτι το οποίο αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα στην εγκυρότητα μιας δικαστικής διαδικασίας (Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100). Περαιτέρω το παράδοξο δίλημμα στο οποίο μπορεί να βρεθεί ένας κατηγορούμενος είναι εάν θα πρέπει να μην εξοφλήσει μια επιταγή, κινδυνεύοντας με ποινή άμεσης φυλάκισης σε κάποιες περιπτώσεις, προκειμένου να διασφαλίσει στο ακέραιο το δικαίωμα του να προσφύγει εναντίον της καταδίκης του στο Ανώτατο Δικαστήριο.